αποθανατίζω

αποθανατίζω
εσφαλμένος τύπος αντί του απαθανατίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακατονόμαστος — η, ο (Α ἀκατονόμαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τόν καλούμε με τ’ όνομά του 2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω τής απρέπειας ή τής αισχρότητας του «ακατονόμαστα όργια» μσν. εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • απαθανατίζω — (Α ἀπαθανατίζω) νεοελλ. δίνω σε κάτι αθανασία, το διατηρώ με την τέχνη, τη φωτογραφία κ.λπ. αρχ. 1. τείνω προς την αθανασία, προσπαθώ να γίνω αθάνατος 2. θεοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αθανατίζω < αθάνατος. Ο τ. αποθανατίζω οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • απαθανατίζομαι — απαθανατίζομαι, απαθανατίστηκα, απαθανατισμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: απαθανατίζω, απαθανατίζομαι : από τις λέξεις από + αθάνατος, επομένως διατηρείται το α (και όχι αποθανατίζω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απαθανατίζω — απαθανατίζω, απαθανάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: απαθανατίζω, απαθανατίζομαι : από τις λέξεις από + αθάνατος, επομένως διατηρείται το α (και όχι αποθανατίζω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απαθανατίζω — (όχι αποθανατίζω ή αποθανατώ), απαθανάτισα, απαθανατίστηκα, κάνω κάποιον αθάνατο, αιώνιο: Με τη νίκη στο Μαραθώνα απαθανατίστηκε ο Μιλτιάδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”